- βλέπηση
- η (AM βλέπησις) [βλέπω]βλέμμα, ματιάμσν.- νεοελλ.1. επιτήρηση, επίβλεψηνεοελλ.1. φρούρηση2. προσοχή, φροντίδαμσν.θέα, όψη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ … Dictionary of Greek